Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Αυτοανάλυση - Κάρεν Χόρνευ

Λίγα αποσπάσματα για το βιβλίο της. Στοιχειώδεις γνώσεις για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο...

1) Το κυριώτερο χαρακτηριστικό των νευρωτικών τάσεων είναι ο ψυχαναγκαστικός τους χαρακτήρας, μια ιδιότητα η οποία εκδηλώνεται με δυό κύριους τρόπους. Πρώτον, οι αντικειμενικοί σκοποί των τάσεων αυτών επιδιώκονται χωρίς διάκριση. Εάν αυτό που το άτομο αναζητά να βρή είναι η στοργή, θα την απαιτήσει είτε από φίλο,είτε από εχθρό, είτε από άνθρωπο του γραφείου, είτε από υπηρέτη. Το άτομο που κατέχεται από μια ανάγκη για τελειότητα, χάνει σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση του μέτρου. Το να έχει το γραφείο του σε μια άψογη τάξη είναι τόσο επιτακτικό όσο και το να συντάξει μια σπουδαία αναφορά αριστοτεχνικά. Επιπλέον, το άτομο αυτό επιδιώκει τους σκοπούς του με απόλυτη αδιαφορία για την πραγματικότητα και το πραγματικό του συμφέρον. Μια γυναίκα η οποία προσκολλάται σ’ έναν άνδρα και που μεταθέτει πάνω σ’ αυτόν όλη την ευθύνη για τη ζωή της, είναι πιθανόν να αγνοήσει ολότελα αν αυτός ο άνθρωπος είναι ο κατάλληλος να στηρίζεται πάνω του,ή εάν είναι πράγματι ευτυχισμένη μαζί του ή εάν όντως τον αγαπά και τον σέβεται.

2) Η δεύτερη ένδειξη της ψυχαναγκαστικής φύσεως των νευρωσικών τάσεων είναι η εκδήλωση άγχους που προκαλείται από τη ματαίωσή τους. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει μεγάλη σημασία, διότι αποδεικνύει την βαρύτητα της ασφάλειας που του προσφέρουν οι ν.τ. αισθάνεται ότι απειλείται σοβαρά αν οι ψυχαναγκαστικές του επιδιώξεις μένουν απραγματοποίητες. Ένα άτομο που έχει τάση για τελειότητα πανικοβάλλεται αν κάνει κάποιο λάθος.

Θα κατανοήσουμε καλύτερα τη λειτουργία αυτών των τάσεων αν ανατρέξουμε στη γένεσή τους. Αναπτύσσονται πολύ νωρίς στη ζωή από τη συνδυασμένη επενέργεια των επιδράσεων που ασκούν η ιδιοσυγκρασία και το περιβάλλον. Εάν ένα παιδί γίνει υπάκουο ή αντάρτης κάτω από την πίεση των γονέων του, αυτό δεν εξαρτάται μονάχα από τη φύση της πιέσεως που υφίσταται, αλλά επίσης και από τις δεδομένες ιδιότητές του, π.χ. ζωτικότητα, ηπιότητα ή σκληρότητα. … εάν το πνεύμα που επικρατεί στο σπίτι είναι πνεύμα στοργής, σεβασμού και εκτιμήσεως, το παιδί μπορεί να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα.

Στον πολιτισμό μας πολλοί παράγοντες δυσμενείς για την ανάπτυξη του παιδιού. Γονείς με καλές προθέσεις πιθανόν να εξασκούν τέτοια πίεση στο παιδί ώστε να παραλύσουν την πρωτοβουλία του. Πιθανόν να υπάρχει συνδυασμός αποπνικτικής αγάπης, εκφοβισμού, τυραννίας και υπερβολικών επαίνων. … άλλοι γονείς είναι πιθανόν να έχουν μεταπτώσεις από μια γλοιώδη φιλικότητα σε μια αυστηρή αυταρχικότητα.

Κάτι πολύ σημαντικό: ένα παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο αίσθημα ότι για να έχει δικαίωμα υπάρξεως πρέπει να ανταποκρίνεται εξ’ ολοκλήρου στις προσδοκίες των γονέων του – με το να προσπαθεί συνεχώς να φτάνει το επίπεδο και των φιλοδοξιών που τρέφουν γι’ αυτό, με το ν’ ανεβάζει το γόητρό τους, και να δείχνει τυφλή αφοσίωση σ’ αυτούς. Πιθανόν να παρεμποδισθεί να αναγνωρίσει ότι είναι ένα άτομο που έχει τα δικά του δικαιώματα και τις δικές του ευθύνες.

Σε συνθήκες τέτοιες, το παιδί νοιώθει ανασφάλεια, μόνωση και μνησικακία. Στην αρχή νιώθει αβοήθητο μπροστά στις δυνάμεις που το περιστοιχίζουν, αλλά σιγά – σιγά, από διαίσθηση και εμπειρία, αναπτύσσει μεθόδους για να αντιμετωπίσει το περιβάλλον του και να σώζεται. Αναπτύσσει ένα λεπτό αισθητήριο, στο πώς να χειρίζεται τους άλλους.

Η τεχνική του εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων. Διαπιστώνει ότι αν φερθεί με πεισματάρικο αρνητισμό και με σποραδικές εκρήξεις θυμού, θα μπορέσει να αποκλείσει κάθε επέμβαση. Αποκλείει τους άλλους από τη ζωή του, μπαίνει σε δική του νησίδα που θα είναι κυρίαρχο και δυσφορεί σε κάθε τι που του ζητούν και του επιβάλλουν. Άλλο παιδί: καταπνίγει τα συναισθήματά του και υποτάσσεται τυφλά, αφήνοντας μονάχα στον ψυχικό του κόσμο λιγοστά σημεία όπου θα μπορεί να νοιώθει ελεύθερο. Σε αντίθεση μ’ αυτή τη στάση ένα άλλο παιδί δεν καταπνίγει τα συναισθήματά του αλλά προσκολλάται με μια απεγνωσμένη αφοσίωση στον πιο δυνατό γονιό. Υιοθετεί τυφλά τις συμπάθειες και αντιπάθειές του τον τρόπο της ζωής του και τη φιλοσοφία του για τη ζωή. Μπορεί όμως να υποφέρει λόγω της τάσεώς του αυτής και να αναπτύξει συγχρόνως ένα σφοδρό πάθος για αυτάρκεια.

Έτσι μπαίνουν τα θεμέλια για τις νευρωσικές τάσεις. Αντιπροσωπεύουν ένα τρόπο ζωής που έχει επιβληθεί από δυσμενείς συνθήκες. Το παιδί πρέπει να αναπτύξει αυτές τις τάσεις για να ξεπεράσει το αίσθημα ανασφαλειάς του, τους φόβους και τη μοναξιά του. Του δίνουν όμως, ένα ασυνείδητο αίσθημα ότι πρέπει με κάθε θυσία να μένει προσκολλημένο στις μεθόδους (αντιδράσεως) που έχουν ήδη εγκαθιδρυθεί, μήπως και υποκύψει στους κινδύνους που το απειλούν.

Αλλάζει αυτό; Ίσως εξουδετερωθούν με μια ριζική αλλαγή στο περιβάλλον ή τροποποιηθούν εξ αιτίας διαφόρων ευμενών γεγονότων όπως π.χ. αν βρεθεί ένας δάσκαλος με κατανόηση, ένας φίλος, ένας έρωτας, ένας σύντροφος ή μια εργασία που να ταιριάζει τόσο στην προσωπικότητά του όσο και στις ικανότητές του.

Η τάση της υπεροχής μπορεί να συνδέεται με μια εκδικητικότητα που θα σβήσει τον πόνο από τα τραύματα της ταπείνωσης.

Η Κ χάνει τον αυτοσεβασμό της, απωθεί την εχθρικότητά της, εγκαταλείπει την κριτική της ικανότητα και οδηγείται προς τον αυτό – αφανισμό. Με δυο λόγια, ο ενήλικος προσαρμόζει απλώς τη συμπεριφορά του, ενώ το παιδί αλλοιώνει την προσωπικότητά του.

Οι ψυχαναγκαστικές τάσεις δεν εξαφανίζονται μόνο λόγω συνειδητοποίησης (βλ. σ. 64).

ΟΙ ΩΘΟΥΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΙΣ ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ

Η νευρωσική ανάγκη για στοργή και επιδοκιμασία. Να αρέσει, να αγαπιέται να επιδοκιμάζεται. Το κέντρο βάρους τοποθετημένο στις επιθυμίες των άλλων. Αυτοματική συμπεριφορά ώστε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των άλλων. Το κέντρο βάρους τοποθετημένο στους άλλους και όχι στον εαυτό το. Φόβος να διεκδικεί τα δικαιώματά του. Φόβος να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των άλλων ή τα εχθρικά συναισθήματα που φωλιάζουν μέσα του.

 Ένας σύντροφος ο οποίος θα αναλάβει την ευθύνη της ζωής. Ο σύντροφος θα εκπληρώσει τις προσδοκίες, θα αναλάβει τις ευθύνες και θα κάνει επιτυχείς χειρισμούς.  Υπερεκτίμηση της αγάπης γιατί υποτίθεται πως η αγάπη λύει όλα τα προβλήματα. Φόβος εγκαταλείψεως, φόβος μη μείνει μόνο.

Η ανάγκη να περιορίζει τη ζωή του σε στενά πλαίσια.  Όχι απαιτήσεις, όχι φιλοδοξίες, λίγες επιθυμίες. Ανάγκη να περνά απαρατήρητο και να παίρνει τη 2η θέση. Δίνει την ύψιστη θέση στη μετριοφροσύνη, σμίκρυνση των δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Φόβος διεκδικήσεων και τάση για αποταμίευση. Συναντιούνται μαζί και περιέχουν μια παραδοχή αδυναμίας. Οι τρεις αυτές τάσεις όπως θα υπέθετε κανείς, βρίσκονται συχνά μαζί γιατί όλες περιέχουν μια παραδοχή αδυναμίαας και αποτελούν προσπάθειες του ατόμου να διαμορφώνει τη ζωή του σ’ αυτή τη βάση.

Ανάγκη του ατόμου για δύναμη. Τάση για κυριαρχία, αφοσίωση σ’ ένα σκοπό κι ένα καθήκον. Έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, την ατομικότητά τους.  Χωρίς διάκριση λατρεία της δύναμης και περιφρόνηση της αδυναμίας. Ανάγκη για έλεγχο του εαυτού και των άλλων, πίστη στην παντοδυναμία της διάνοιας και της λογικής. Άρνηση των συναισθηματικών δυνάμεων και περιφρόνηση τους. Ανάγκη να πιστεύει στην παντοδυναμία της θέλησης -> γενναιοψυχία. Περιφρόνηση του ατόμου για κάθε τι μέσα του που να υστερεί της εικόνας (ειδώλου) που έχει για διανοητική υπεροχή. Φόβος του ατόμου μήπως θεωρηθεί «αφελής» και πλανηθεί στην κρίση του. Αντίδραση απογνώσεως για οποιαδήποτε ματαίωση επιθυμίας. Ροπή του ατόμου να εγκαταλείπει ή να καταστέλλει τις επιθυμίες του και να αποσύρεται λόγω του φόβου της «αποτυχίας».

Ανάγκη να εκμεταλλεύεται τους άλλους και να επωφελείται από αυτούς. Οι άλλοι εκτιμώνται ανάλογα με το βαθμό που μπορούν να είναι εκμεταλλεύσιμοι. Υπερηφάνεια για την ικανότητα εκμετάλλευσης.

Ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση και προβολή. Η κοινωνική προβολή γίνεται το κριτήριο της αξιολόγησης όλων των πραγμάτων. Αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την αποδοχή των άλλων.

Ανάγκη να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού. Ναρκισσισμός. Να θαυμάζεται για τον ιδεατό του εαυτό. Η αυτοεκτίμηση πηγάζει από την πραγματοποίηση της εικόνας του ιδεατού εαυτού. Φόβος μη χάσει το θαυμασμό των άλλων.

Ανάγκη για προσωπική επιτυχία. Να ξεπερνά τους άλλους μέσω των δραστηριοτήτων του. Να είναι άριστος εραστής, αθλητής, συγγραφέας, εργαζόμενος. Αμείλικτη ροπή του ατόμου σε μεγαλύτερα επιτεύγματα.

Ανάγκη για αυτάρκεια και ανεξαρτησία. Καμιά ανάγκη κανενός, δεν υποκύπτει σε επιρροές, επειδή κάθε οικειότητα περιέχει τον κίνδυνο της υποδουλώσεως. Απόσταση και απομόνωση η μόνη πηγή ασφάλειας. Φόβος μήπως έχει την ανάγκη των άλλων, φόβος για δεσμούς, για στενή επαφή, για αγάπη.

Ανάγκη για τελειότητα για να είναι το άτομο άτρωτο. Επίμονη ώθηση για τελειότητα. Αυτοκατηγορίες για πιθανές ατέλειες. Αισθήματα υπεροχής επί των άλλων, λόγω του αισθήματος τελειότητας που έχει για τον εαυτό του. Φόβος για ατέλειες, λάθη, κριτική και επίπληξη. Το νευρωσικό άτομο δε θέλει την αγάπη των άλλων. Στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται να μην του επιτεθούν.

Κάτι που χτυπάει στο μάτι όσο εξετάζουμε τις τάσεις που αναφέραμε, είναι ότι καμμιά από τις ροπές και τις στάσεις που περικλείονται σ’ αυτές δεν είναι αυτή καθεαυτή ανώμαλη ή στερημένη από ανθρώπινη αξία. Οι περισσότεροι από εμάς θέλουν και εκτιμούν τη στοργή, τον αυτοέλεγχο, τη μετριοφροσύνη και τον σεβασμό των άλλων.

Για παράδειγμα η επιθυμία του ατόμου να δέχεται στοργή από τους άλλους τότε μόνον έχει νόημα, αν νοιώθει κι αυτό στοργή γι’ αυτούς, ένα αίσθημα του να έχει κάτι από κοινού μαζί τους. Και τότε η έμφαση δεν θα βρίσκεται τοποθετημένη μόνο στα αισθήματα φιλίας που δέχεται από τους άλλους, αλλά επίσης και στα δικά του θετικά συναισθήματα που είναι ικανό να έχει για τους άλλους και να τα εκδηλώνει. Η νευρωσική όμως ανάγκη για στοργή στερείται της αξίας της αμοιβαιότητας. Για το νευρωσικό άτομο, τα δικά του αισθήματα λογαριάζονται τόσο λίγο όσο λίγο θα λογαριάζονταν αν βρισκόταν περικυκλωμένο από παράξενα και επικίνδυνα ζώα. Για να είμαστε πιο ακριβείς στην παραγματικότητα δε θέλει ούτε και την αγάπη των άλλων, αλλά απλώς ενδιαφέρεται ζωηρά μήπως οι άλλοι εκδηλώσουν οποιαδήποτε θετική συμπεριφορά εναντίον του.

Το ίδιο και για την ανάγκη για τελειότητα. Η νευρωσική όμως ανάγκη για τελειότητα μολονότι μπορεί να εκφρασθεί με τους ίδιους όρους, εν τούτοις έχει χάσει την ειδική της αξία γιατί αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια του ατόμου να είναι ή να φαίνεται τέλειο χωρίς καμία αλλαγή. Δεν υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης γιατί όταν ανακαλύπτει εσωτερικές περιοχές που θα χρειαζόταν να τις αλλάξει τρομάζει και συνεπώς τις αποφεύγει. Το μόνο πραγματικό ενδιαφέρον για το άτομο είναι η προσπάθεια να αποκρύπτει ταχυδακτυλουργικά κάθε έλλειψή του μήπως βρεθεί εκτεθειμένο σε επίθεση, καθώς και να διατηρεί ένα σιωπηρό αίσθημα υπεροχής πάνω στους άλλους.

Η νευρωσική πίστη στην παντοδυναμία της θελήσεως είναι απατηλή, διότι παραγνωρίζει εντελώς τους περιορισμούς οι οποίοι μπορεί να αψηφούν ακόμη και τις πιο αποφασιστικές προσπάθειες. Κάθε εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά στην ικανοποίηση των στιγμιαίων παρορμήσεων θα ωθήσει το άτομο που είναι μπλεγμένο στην τάση αυτή σε μια τυφλή και φρενιασμένη δραστηριότητα άσχετα του αν πραγματικά επιθυμεί τον συγκεκριμένο σκοπό. Τα πράγματα κυριολεκτικά αντιστρέφονται: δεν είναι το άτομο που κατέχει τη δύναμη της θελήσεως, είναι εκείνη που το κατέχει.

Η επιδίωξη νευρωσικών σκοπών είναι κατά κάποιο τρόπο μια γελοιογραφία των ανθρωπίνων αξιών προς τις οποίες μοιάζουν. Στερούνται ελευθερίας, αυθορμητισμού και περιεχομένου. Πολύ συχνά κλείνουν μέσα τους φανταστικά στοιχεία. Η αξία τους είναι μόνο υποκειμενική και βρίσκεται στο γεγονός ότι ανταποκρίνονται σε μια λίγο ή πολύ απεγνωσμένη υπόσχεση ασφαλείας και επιλύσεως όλων των προβλημάτων του ατόμου.

Αν το άτομο διαθέτει όλη του την ενεργητικότητα στην επιδίωξη π.χ. κοινωνικής προβολής ή δυνάμεως, θα πιστεύει ότι πραγματικά επιθυμεί αυτούς τους σκοπούς. Στην πραγματικότητα όπως έχουμε δει, απλώς ωθείται στο να τους επιθυμεί. Μοιάζει σαν να πετούσε σ’ ένα αεροπλάνο που πιστεύει ότι διευθύνει, ενώ στην πραγματικότητα τηλεκατευθύνεται.

Ως ποιο σημείο οι νς προσδιορίζουν το χαρακτήρα του ατόμου; Το υποχρεώνουν να αναπτύξει ορισμένες επικουρικές στάσεις, αισθήματα και τρόπους συμπεριφοράς. Εάν η τάση του τον ωθεί προς μια χωρίς όρια ανεξαρτησία, θα επιθυμεί να κλείνεται στον εαυτό του και να απομονώνεται, θα εκνευρίζεται δε για το κάθε τι που μπορεί να μοιάζει με παρείσδυση στη μόνωσή του και θα εφευρίσκει μεθόδους για να κρατά τους άλλους σε μια απόσταση. Αν η τάση του τον ωθεί προς το να περιορίζει τη ζωή του, θα γίνει μετριόφρων, καθόλου απαιτητικός και θα είναι έτοιμος να υποχωρεί στον καθένα που είναι πιο επιθετικός από αυτόν.

Οι νς προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που σχηματίζει για τον εαυτό του, για ό,τι είναι ή για ό,τι θα πρέπει να είναι. Όλα τα ν άτομα έχουν μια έκδηλη αστάθεια στην αυτοεκτίμησή τους, η οποία κυμαίνεται ανάμεσα σε μια εξογκωμένη και σε μια μειωμένη εικόνα για τον εαυτό τους. Όταν μια νς συνειδητοποιηθεί πιθανόν καταλάβουμε το γιατί αποκτά επίγνωση ορισμένων απόψεων της αυτοεκτιμήσεώς του και απωθεί άλλες, καθώς επίσης γιατί, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι υπερβολικά υπερήφανο για ορισμένες στάσεις του ή ιδιότητες και περιφρονεί άλλες χωρίς καμμιά φανερή αντικειμενική αιτία.

Π.χ. αν ο Α έχει σχηματίσει μια εικόνα βασισμένη πάνω στη λογική και στην πρόβλεψη, που αποτελεί προστατευτικό μηχανισμό, τότε όχι μόνον θα υπερτιμά κάθε τι που μπορεί να επιτευχθεί δια της λογικής γενικά, αλλά θα έχει επίσης μια ειδική υπερηφάνεια στη δύναμη της λογικής του, της κρίσεώς του και των προβλέψεών του. Το αίσθημα της υπεροχής του επί των άλλων θα προέρχεται βασικά από μια πεποίθηση ότι είναι ανώτερη διάνοια. Και αν ο Β αισθάνεται ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις αλλά ότι πρέπει να έχει ένα σύντροφο που να του δίνει περιεχόμενο και κατεύθυνση στη ζωή του, τότε είναι μοιραίο να υπερτιμά όχι μόνο τη δύναμη της αγάπης αλλά επίσης και τη δική του ικανότητα για αγάπη. Θα θεωρεί την ανάγκη που έχει να προσκολλάται σε κάποιον σαν μια ιδιαίτεραμεγάλη ικανότητα για αγάπη και θα νοιώθει ειδική υπερηφάνεια γι’ αυτή την απατηλή ικανότητα. Τελικά, αν η νς του Γ είναι να κυριαρχεί σε κάθε τομέα με τις ίδιες του δυνάμεις και να είναι αυτάρκης με κάθε θυσία, τότε θα νοιώθει υπερβολική υπερηφάνεια διότι είναι ικανότατος και διότι μπορεί να βασίζεται στον εαυτό του χωρίς να έχει ποτέ την ανάγκη κανενός.

Η διατήρηση των πεποιθήσεων αυτών του Α η πεποίθηση στην ανώτερη δύναμη της λογικής του, του Β στην αισθηματική του φύση, του Γ στην ικανότητα του να χειρίζεται τις υποθέσεις του εντελώς μόνος του – γίνεται τόσο ψυχαναγκαστική όσο και οι νευρ τας οι οποίες δημιουργούν τις πεποιθήσεις αυτές. Η υπερηφάνεια από αυτές τις ιδιότητες είναι εύθραυστη και τρωτή, κι αυτό γίνεται για σοβαρούς λόγους. Ο Β, στην πραγματικότητα, έχει πολύ μικρή ικανότητα να αγαπά, η πεποίθησή του όμως σ’ αυτή την ιδιότητα του είναι απαραίτητη, γιατί φοβάται μήπως συνειδητοποιήσει ότι οι επιδιώξεις του δεν έχουν αντίκρυσμα. Αν είχε την παραμικρή αμφιβολία ως προς την ικανότητά του να αγαπά, τότε θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι στην πραγματικότητα δεν θα ψάχνει να βρει κάποιον που να τον αγαπά, αλλά κάποιον ο οποίος θα αφιερώσει τη ζωή του αποκλειστικά σ’ αυτόν, χωρίς να είναι ο ίδιος (ο Β) σε θέση να δώσει πολλά πράγματα σαν αντάλλαγμα. Η αναγνώριση όμως αυτή θα αποτελούσε σοβαρή απειλή με αντίδραση πανικού ή εχθρότητας και θα επικρατούσε είτε το ένα στοιχείο είτε το άλλο. Κατά παρόμοιο τρόπο ο Α θα αντιδράσει με υπερβολικό εκνευρισμό σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση για την ορθή του κρίση κλπ.

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ Κ
Αυτή τη φορά όμως ήταν γεμάτο από μια απωθημένη εχθρικότητα: είχε απορροφήσει όλη τη συσσωρευμένη εκδικητικότητα για την άδικη μεταχείριση που υπέστη και για την καταπατημένη αξιοπρέπειά της. Στο μαχητικό αυτό πνεύμα υπήρχαν τώρα δυό από τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω: με το να είναι η πρώτη ξανάβρισκε τη χαμένη της αυτοπεποίθηση, και με το να εξουθενώνει τους άλλους έπαιρνε εκδίκηση για τους τραυματισμούς που υπέστη. Αυτή η σχολική φιλοδοξία, με όλα τα ψυχαναγκαστικά και καταστροφικά της στοιχεία, ήταν παρόλα αυτά ρεαλιστική εν συγκρίσει με την κατοπινή της εξέλιξη, διότι περιέκλειε προσπάθειες της Κλαίρης να ξεπερνά τους άλλους με πραγματικά μεγαλύτερες επιτεύξεις. Στο παν/μιο συνάντησε μεγαλύτερο ανταγωνισμό κι άφησε όλη της φιλοδοξία να καταρρεύσει, αντί να καταβάλλει τις μεγαλύτερες απαιτούμενες προσπάθειες εφόσον εξακολουθούσε να επιθυμεί να είναι η πρώτη. Υπήρξαν τρεις κύριοι λόγοι για τους οποίους δεν μπόρεσε να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες: α) εξαιτίας της ψυχ μετριοφροσύνης έπρεπε να παλαίψει τις αμφιβολίες για την εξυπνάδα της β) εμποδιζόταν να χρησιμοποιεί ελεύθερα την εξυπνάδα της εξαιτίας της απωθήσεως της κριτικής ικανότητας γ) δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της αποτυχίας, γιατί ή ανάγκη της να υπερέχει των άλλων ήταν ψυχαναγκαστική.

Η αναλυτική εργασία συνίστατο στο να διασπά βήμα προς βήμα τη λειτουργία των φαύλων κύκλων. Το γεγονός ότι η ψυχ μετριοφροσύνη είχε ήδη υποχωρήσει για να δώσει τη θέση της στην αυτοδιεκδίκηση βοήθησε πάρα πολύ διότι η πρόοδος αυτή εμείωσε αυτόματα και την ανάγκη για θρίαμβο. Κατά παρόμοιο τρόπο η μερική λύση του προβλήματος της εξαρτήσεως, με το να κάνει την Κλαίρη πιο δυνατή και ν’ απομακρύνει πολλά αισθήματα ταπεινώσεως, έκανε την αναζήτηση θριάμβου λιγότερο επιτακτική. Έτσι όταν τελικά προσήγγισε το πρόβλημα της εκδικητικότητας, που την αναστάτωνε βαθύτατα, μπόρεσε να εξετάσει με αυξημένη εσωτερική δύναμη ένα πρόβλημα που ένταση του είχε πια μειωθεί. Αν το είχαμε εξετάσει νωρίτερα δεν θα μπορούσε να το αντέξει.

Το αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής περιόδου ήταν μια γενική απελευθέρωση της ενεργητικότητάς της. Η Κλαίρη ανέκτησε τη χαμένη της φιλοδοξία σε μια πολύ υγιέστερη βάση.

Πιθανόν να έχει συνειδητοποιήσει το χαρακτήρα της δεσποτικής του τάσεως, καθώς και το χαρακτήρα της ανάγκης του να επιδοκιμάζεται για το ανώτερό του πνεύμα. Έχει όμως προσπαθήσει να συμβιβάσει αυτές τις τάσεις, με το να παραδέχεται απλώς, κάπου – κάπου, την δεσποτική του τάση χωρίς να έχει την παραμικρή του διάθεση να την αλλάξει. Σιωπηρά έχει την ελπίδα ότι η παραδοχή της δεσποτικής του τάσεως θα του επέτρεπε να τη συνεχίσει, ενώ συγχρόνως θα του χάριζε την αναγνώριση για την τόση αυτογνωσία που επέδειξε.

Πάντως, οι αντιδράσεις που αναφέρονται σε αποκαλύψεις που αφορούν τον εαυτό μας, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν πέρα για πέρα, με το να τις κατατάξουμε ως αντιδράσεις που προκαλούν ανακούφιση, φόβο ή απελπισία. Δεν έχει σημασία ποια είναι η άμεση αντίδραση που προκαλείται. Μια αυτογνωσία πάντοτε σημαίνει πρόκληση στην υπάρχουσα ισορροπία. Το άτομο που ωθείται από ψυχαναγκαστικές τάσεις συμπεριφέρεται άσχημα, ανεπιτυχώς. Επιδιώκει ορισμένους στόχους σε βάρος των γνήσιών του επιθυμιών. Έχει αναστολές κατά διάφορους τρόπους. Έχει τρωτά σημεία σε πολλούς τομείς. Η ανάγκη που έχει να καταπολεμά τους απωθημένους του φόβους και την εχθρότητα, του απορροφά την ενεργητικότητα. Αποξενώνεται από τον εαυτό του και τους άλλους. Παρ’ όλες τις ανεπάρκειες του ψυχικού του μηχανισμού, οι δυνάμεις που ενεργούν μέσα του εξακολουθούν να συνιστούν μια οργανική δομή μέσα στην οποία κάθε συντελεστής βρίσκεται εσωτερικά συνδεδεμένος με τους άλλους.

[…] η μόνη απαραίτητη προυπόθεση είναι η προθυμία να πιστέψουμε ότι ασυνείδητοι παράγοντες, πιθανόν να είναι αρκετά ισχυροί, ώστε να διαταράξουν ολόκληρη την ισορροπία της προσωπικότητάς μας. Είναι ανάγκη να μην ικανοποιούμαστε με πρόχειρες εξηγήσεις. Π.χ. κάποιος που αναστατώθηκε πολύ επειδή ένας οδηγός ταξί τον γέλασε στα ρέστα δεν θα πρέπει να μείνει εικανοποιημένος αν πει στον εαυτό του ότι σε κανέναν δεν αρέσει να τον γελούν. Ή ένα άτομο που υποφέρει από οξεία κατάθλιψη θα πρέπει με πολύ σκεπτικισμό να αποδώσει την κατάστασή του στην διεθνή κρίση.

Το πιο σημαντικό όμως χαρακτηριστικό των ονείρων είναι ότι κυβερνώνται από τους ευσεβείς πόθους. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αντιπροσωπεύουν μια συνειδητή επιθυμία ή ότι συμβολίζουν άμεσα κάτι που το θεωρούμε επιθυμητό. Οι ευσεβείς πόθοι φαίνεται ότι βρίσκονται μάλλον στα λανθάνοντα στοιχεία του ονείρου παρά στο έκδηλο περιεχόμενό του. Με άλλα λόγια, τα όνειρα είναι η φωνή των επιδιώξεών μας, των αναγκών μας, και συχνά αντιπροσωπεύουν προσπάθειες προς λύση των συγκρούσεων που μας ενοχλούν για την ώρα. Αποτελούν μάλλον ένα παιχνίδι συναισθηματικών δυνάμεων, παρά μια έκθεση γεγονότων. Αν συγκρουσθούν δύο ισχυρές αντιφατικές επιδιώξεις τότε πιθανόν να προκύψει ένα αγχώδες όνειρο.

ΟΝΕΙΡΑ

Έτσι αν ένα άτομο που συνειδητά συμπαθούμε και εκτιμούμε το βλέπουμε στο όνειρό μας σαν ένα βλοσυρό και γελοίο πλάσμα, θα πρέπει να ψάξουμε μήπως υπάρχει μέσα μας κάποια επιτακτική ανάγκη που μας σπρώχνει να μειώνουμε μάλλον το άτομο αυτό, παρά να βιαστούμε να συμπεράνουμε ότι το όνειρο αποκαλύπτει την κρυμμένη μας γνώμη γι’ αυτό. Αν ένας ασθενής δει στο όνειρό του τον εαυτό του σαν ένα σαραβαλιασμένο σπίτι, το οποίον δεν μπορεί να επισκευασθεί, αυτό μπορεί βεβαίως, να αποτελεί μια έκφραση της απελπισίας του, αλλά το κύριο ερώτημα συνίσταταιστο τι συμφέρον έχει να παρουσιάζει τον εαυτό του μ’ αυτό ον τρόπο. Μήπως αυτή η εξουθενωτική στάση είναι επιθυμητή σ’ αυτόν σαν ένα μικρότερο κακό; Μήπως είναι η εκδήλωση μιας εκδικητικής επιτιμήσεως για τον εαυτό του, που φανερώνει το αίσθημα του ότι κάτι έπρεπε να γίνει γι’ αυτόν νωρίτερα, αλλά τώρα είναι πολύ αργά;

Η δεύτερη αρχή που πρέπει να αναφέρουμε εδώ είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ένα όνειρο, αν δεν το συσχετίσουμε με το πραγματικό ερέθισμα που το προκάλεσε. Δεν είναι αρκετό π.χ. να αναγνωρίσουμε σ’ ένα όνειρο εξευτελιστικές τάσεις ή εκδικητικές παρορμήσεις γενικά. Πρέπει να θέτουμε πάντα το ερώτημα, σε ποια πρόκληση το όνειρο ήταν απάντηση. Εάν ανακαλύπτουμε τη συσχέτιση αυτή, θα μπορούμε να μαθαίνουμε αρκετά ως προς τον ακριβή τύπο της εμπειρίας η οποία αντιπροσωπεύει για μας μια απειλή ή μια προσβολή και τις ασυνείδητες αντιδράσεις που προκαλεί.

[…] καμμιά από τις χρόνιες διαταραχές δεν είναι το ίδιο έντονη όλο τον καιρό. Η ένταση που έχουν, πότε δυναμώνει και πότε χαλαρώνεται. Στην αρχή το άτομο αγνοεί τους λόγους που εξηγούν αυτά τα ανεβοκατεβάσματα. Μπορεί ακόμα να έχει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν υποκείμενες αιτίες και να πιστεύει ότι τέτοιες ταλαντεύσεις είναι μέσα στη «φύση» της διαταραχής. Κατά κανόνα η πεποίθηση αυτή είναι μια πλάνη. Εάν παρατηρήσει με προσοχή, θα αναγνωρίσει κάποιο παράγοντα εδώ ή εκεί, ο οποίος συντελεί στο να καλυτερεύει ή να χειροτερεύει την κατάσταση. Και αφού αποκτήσει μια ιδέα ως προς τη φύση των συντελεστικών αυτών παραγόντων, η ικανότητά του για πιο πέρα παρατήρηση οξύνεται και έτσι σιγά σιγά θα αποκτήσει εικόνα των συνθηκών.

Αποτέλεσμα των στοχασμών αυτών είναι η ωμή αλήθεια: εάν θέλετε να αναλύσετε τον εαυτό σας δεν πρέπει να μελετάτε μονάχα τα κύρια σημεία. Πρέπει να επωφελείσθε κάθε ευκαιρίας για να εξοικειώνεστε μ’ αυτόν τον ξένο ή τον γνώριμο, που είναι ο εαυτός σας. Κι αυτό μια και το φέρνει η συζήτηση, δεν είναι σχήμα λόγου, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ λίγα για τον εαυτό τους, και μονάχα σιγά σιγά μαθαίνουν ως ποιο βαθμό ζούσαν στην άγνοια. […] και τότε θα εκπλαγείτε όταν αντιληφθείτε ότι σε μια περίπτωση εκνευρίζεσθε χωρίς φανερό λόγο, σ’ άλλη, ότι δεν μπορείτε να πάρετε αποφάσεις, άλλοτε πάλι ότι πληγώσατε τους άλλους χωρίς να έχετε τέτοια πρόθεση, κι άλλοτε ότι κατά τρόπο μυστηριώδη χάσατε την όρεξή σας ή είχατε κρίση βουλιμίας ή ότι δεν μπορέσατε να απαντήσετε σ’ ένα γράμμα ή ότι ξαφνικά σας τρόμαξαν οι θόρυβοι όταν βρισκόσαστε μόνοι, ή ότι είχατε εφιάλτες.  Όλες αυτές οι ατέλειωτες παρατηρήσεις αντιπροσωπεύουν πολλές διεισδύσεις σε μη οικείο έδαφος, δηλ. τον εαυτό σας. Αρχίζετε να απορείτε – αυτό που στην περίπτωση σας είναι η αρχή κάθε σοφίας – και με τη μέθοδο των ελεύθερων συνειρμών προσπαθείτε να καταλάβετε τη σημασία των συναισθηματικών αυτών διαταραχών.

Οι παρατηρήσεις, οι συνειρμοί και τα ερωτήματα που προκύπτουν αποτελούν το ακατέργαστο υλικό. Η επεξεργασία όμως του υλικού αυτού χρειάζεται χρόνο, όπως συμβαίνει με κάθε ανάλυση.


Φρόυντ: υποστήριξη ότι ο«έρως» του ασθενούς προς τον ψυχαναλυτή θα μπορούσε να προκαλέσει ένα πρόσθετο κίνητρο … δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε, ότι σε κάθε νεύρωση η ικανότητα για αγάπη είναι σε μεγάλο βαθμό μειωμένη και ότι, εκείνο που εμφανίζεται σαν αγάπη είναι ως επί το πλείστον το αποτέλεσμα της υπερβολικής ανάγκης του ασθενούς για στοργή και επιδοκιμασία.

Ο Φ πίστευε ότι οι διαταραχές δημιουργούνται από μια σύγκρουση ανάμεσα σε παράγοντες του περιβάλλοντος και σε απωθημένες ενστικτικές παρορμήσεις. Ο Αντλερ πιο ορθολογιστής και πιο επιφανειακός από τον Φρόυντ, πιστεύει ότι οι διαταραχές αυτές δημιουργούνται από τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να διεκδικούν την υπεροχή τους πάνω στους άλλους. Ο Γιουγκ περισσότερο μυστικιστής πιστεύει στις φαντασιώσεις του συλλογικού ασυνειδήτου οι οποίες,μολονότι πλούσιες σε δημιουργικές δυνατότητες, εν τούτοις μπορεί να προκαλέσουν ζημιά γιατί οι ασυνείδητες ροπές που τρέφονται από τις φαντασιώσεις αυτές κρατούν το αντίθετο ακριβώς σημείο από εκείνες που είναι στη συνείδηση. Η δική μου θέση είναι ότι στο κέντρο των ψυχικών διαταραχών υπάρχουν ασυνείδητες ροπές, που αναπτύσσονται από το άτομο με σκοπό να τα βγάζει πέρα στη ζωή, παρά τους φόβους του, την αδυναμία και την απομόνωσή του. Έχω αποκαλέσει τις ροπές αυτές «νευρωτικές τάσεις».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου