Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Erikson - ανάπτυξη του ανθρώπου, Μέρος 2/4

Η πρωτοβουλία ενάντια στην ενοχή

Σε κάθε παιδί σε κάθε στάδιο υπάρχει κιένα καινούριο θαύμα ανάπτυξης, που αποτελεί μια νέα ελπίδα και μια νέα ευθύνη για όλους. Τέτοια ακριβώς είναι η αίσθηση και η ιδιότητα της πρωτοβουλίας. Τα κριτήρια για όλες αυτές τις αισθήσεις και τις ιδιότητες είναι ίδια: μια κρίση, λίγο – πολυ περιβεβλημένη από αβεβαιότητα και φόβο, επιλύεται, όταν το παιδί ξαφνικά εμφανίζεται να αναπτύσσεται αρμονικά τόσο σαν προσωπικότητα όσο και σαν σωματική διάπλαση. Εμφανίζεται ότι είναι «περισσότερο ο εαυτός του», πιο στοργικό, χαλαρωμένο και εξυπνότερο στην κρίση του, πιο δραστήριο και ενεργητικό. Κατέχει ελεύθερα ένα πλεόνασμα ενέργειας που του επιτρέπει να ξεχνάει γρήγορα τις αποτυχίες και να προσεγγίζει αυτό που φαίνεται επιθυμητό (ακόμη και αν φαίνεται αβέβαιο, ακόμα και επικίνδυνο) με αμείωτη και ακριβέστερη πορεία. Η πρωτοβουλία συνεισφέρει στην αυτονομία την ιδιότητα της ανάληψης, του προγραμματισμού και της εφόδου όσον αφορά ένα καθήκον μόνο και μόνο για να είναι δραστήριο και να κινείται, ενώ προηγουμένως η ισχυρογνωμοσύνη ενέπνεε τις πιο πολλές φορές προκλητικές πράξεις ή τουλάχιστον διακήρυττε την ανεξαρτησία του.

Ξέρω ότι για πολλούς η λέξη πρωτοβουλία έχει καθαρά αμερικανική και παραγωγική σημασία. Κι όμως, η πρωτοβουλία είναι αναγκαίο μέρος κάθε πράξης και ο άνθρωπος χρειάζεται την αίσθηση πρωτοβουλίας για οτιδήποτε μαθαίνει και κάνει, από το μάζεμα των φρούτων μέχρι κάποιο επιχειρησιακό σύστημα.

Το κινητικό στάδιο και το στάδιο της νηπιακής γεννητικότητας προσθέτουν στον κατάλογο των βασικών κοινωνικών ιδιοτήτων την ιδιότητα της «διαμόρφωσης» με τη σημασία του «όντος εν διαμορφώσει». Δεν υπάρχει απλούστερη και ισχυρότερη λέξη γι’ αυτό το πράγμα. Υποδηλώνει ευχαρίστηση για έφοδο και κατάκτηση. Στο αγόρι, η έμφαση παραμένει στους φαλλικούς – εισχωρητικούς τρόπους, στο κορίτσι στρέφεται σε τρόποους «σύλληψης» με τις πιο επιθετικές μορφές της απόσπασης ή με την ηπιώτερη μορφή της ελκυστικότητας και της στοργής.

Ο κίνδυνος αυτού του σταδίου είναι μια αίσθηση ενοχής για τους σκοπούς που σχεδιάστηκαν και τις πράξεις που υποκινήθηκαν με την πληθωρική απόλαυση της νέας κινησιακής και πνευματικής δύναμης του ατόμου: πράξεις επιθετικού χειρισμού και εξαναγκασμού που σύντομα ξεπερνούν την εκτελεστική ικανότητα του οργανισμού και του μυαλού και κατά συνέπεια απαιτούν κάποια δραστήρια ανάσχεση της προβλεπόμενης πρωτοβουλίας του ατόμου. Ενώ η αυτονομία συγκεντρώνεται στην απομάκρυνση των δυνητικών αντιπάλων – κι επομένως μπορεί να καταλήξει σε οργή ζήλειας που τις περισσότερες φορές κατευθύνεται ενάντια στους σφετερισμούς από μέρους των μικροτέρων αμφιθαλών αδελφών – η πρωτοβουλία φέρνει μαζί της προκαταβολική αντιζηλία με κείνους που έφτασαν πρώτοι και μπορούν, λοιπόν, να κατέχουν με τον ανώτερό τους εξοπλισμό το πεδίο προς το οποίο κατευθύνεται η πρωτοβουλία του παιδιού. Η νηπιακή ζήλεια και αντιζηλία, αυτές οι συχνά αγανακτισμένες και όμως ουσιαστικά μάταιες απόπειρες για την οροθέτηση ενός χώρου αδιαφιλονίκητου προνόμιου, αποκορυφώνονται σ’ ένα τελικό ανταγωνισμό για μια ευνοϊκή θέση δίπλα στη μητέρα. Η συνηθισμένη αποτυχία καταλήγει σε παραίτηση, ενοχή και άγχος. Το παιδί αφήνεται σε φαντασιώσεις όπου είναι γίγαντας και τίγρης, αλλά στα όνειρά του τρέχει τρομοκρατημένο για να σώσει τη ζωή του. Αυτό λοιποόν είναι το στάδιο «συμπλέγματος ευνουχισμού» του ενισχυμένου φόβου μήπως πληγούν τα γεννητικά του όργανα σαν τιμωρία για τις φαντασιώσεις που συνδέονται με τη διέγερσή τους.

Η νηπιακή σεξουαλικότητα και το ταμπού της αιμομιξίας το σύμπλεγμα ευνουχισμού και το υπερεγώ συνενώνονται εδώ όλα μαζί για να επιφέρουν αυτή την ιδιαίτερα ανθρώπινη κρίση κατά την οποία το παιδί πρέπει να στραφεί από μια αποκλειστική, προ γεννητική προσκόλληση στους γονείς του στην αργή διαδικασία με την οποία γίνεται γονέας, φορέας της παράδοσης. Εδώ ακριβώς λειτουργεί η πιο μοιραία διάσπαση και μεταμόρφωση στο συναισθηματικό κέντρο, μια διάσπαση ανάμεσα στη δυνητική ανθρώπινη δόξα και στη δυνητική απόλυτη καταστροφή. Γιατί εδώ το παιδί διχάζεται μέσα του για πάντα. Τα ενστικτικά αποσπάσματα που προηγουμένως είχαν εντείνει την ανάπτυξη του νηπιακού του σώματος και του μυαλού του διχάζονται τώρα σ’ ένα νηπιακό σύνολο που διαιωνίζει την πληθώρα των δυνατοτήτων ανάπτυξης, και σ’ ένα γονεϊκό σύνολο που υποστηρίζει και αυξάνει την αυτοπαρατήρηση και την αυτοτιμωρία.

Το πρόβλημα πάλι είναι πρόβλημα αμοιβαίας ρύθμισης. Όταν το παιδί, που τώρα είναι έτοιμο να υπερ – χειριστεί τον εαυτό του, μπορεί σταδιακά να αναπτύξει μια αίσθηση ηθικής ευθύνης, όταν μπορεί να αποκτήσει κάποια γνώση για τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τους ρόλους που επιτρέπουν την υπεύθυνη συμμετοχή του, θα ανακαλύψει ευχάριστη εκπλήρωση στο χειρισμό των εργαλειων και των όπλων, στο χειρισμό παιχνιδιών με νόημα – και στη φροντίδα για τα μικρότερα παιδιά.

Φυσικά, το γονεϊκό σύνολο έχει νηπιακή φύση στην αρχή: το γεγονός ότι η ανθρώπινη συνείδηση παραμένει εν μέρει νηπιακή σε όλη τη διάρκεια της ζωής είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης τραγωδίας. Γιατί το υπερεγώ του παιδιού μπορεί να είναι πρωτόγονο, σκληρό και αδιάλλακτο, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε σε περιπτώσεις όπου τα παιδιά υπερ – ελέγχουν και περιορίζουν υπερβολικά τον εαυτό τους σε βαθμό αυτο – εκμηδένισης, εκεί που αναπτύσσουν υπερβολική υπακοή, πιο κυριολεκτική κι από αυτή που ήθελαν να αποσπάσουν οι γονείς, ή εκεί που αναπτύσσουν βαθειές παλινδρομήσεις και μόνιμες μνησικακίες γιατί οι ίδιοι οι γονείς δεν φαίνονται ότι μπορούν να σταθούν στο ύψος της νέας συνείδησης. Μια από τις βαθύτερες ψυχοσυγκρούσεις στη ζωή είναι το μίσος για το γονέα που χρησίμευσε σαν υπόδειγμα και εκτελεστής του υπερεγώ αλλά βρέθηκε (με κάποια μορφή) να προσπαθεί να ξεφύγει από τις ίδιες παραβάσεις που το παιδί δεν μπορεί να ανεχθεί για τον εαυτό του. Η καχυποψία και η τάση υπεκφυγής που αναμειγνύονται έτσι με την απόλυτη ιδιότητα του υπερεγώ, αυτού του οργάνου της ηθικής παράδοσης, μετατρέπουν τον ηθικό άνθρωπο (με την έννοια του ηθικολόγου) σε τεράστιο δυνητικό κίνδυνο για το ίδιο του το εγώ – και για το εγώ των συνανθρώπων του.

Στην παθολογία των ενηλίκων, το κατάλοιπο της ψυχοσύγκρουσης στην πρωτοβουλία εκφράζεται είτε με υστερική άρνηση, που προξενεί την απώθηση της επιθυμίας ή την καθαίρεση του εκτελεστικού της οργάνου με παράλυση, αναστολή ή ανικανότητα, είτε με επίδειξη υπερβολικής αντιστάθμισης κατά την οποία το τρομαγμένο άτομο, που είναι τόσο πρόθυμο να «κρυφτεί», απεναντίας «διακινδυνεύει». Κι ύστερα πάλι μια βουτιά στην ψυχοσωματική ασθένεια είναι τώρα πια συνηθισμένη. Λες κι ο πολιτισμός έκανε κάποιον άνθρωπο να αυτοδιαφημιστεί υπερβολικά και να ταυτιστεί τόσο πολύ με την ίδια του τη διαφήμιση που μόνο η ασθένεια μπορεί να του προσφέρει διέξοδο.

Εδώ όμως πάλι, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο την ατομική ψυχοπαθολογία αλλά και την εσωτερική γεννήτρια της οργής που πρέπει να καλυφθεί σ’ αυτό το στάδιο, καθώς απωθούνται και αναστέλλονται ορισμένες από τις πιο αγαπητές ελπίδες και τις πιο εξωφρενικές φαντασιώσεις. Η προκύπτουσα αυτοευθύτητα που συχνά είναι η κυριώτερη αμοιβή για την καλοσύνη – μπορεί αργότερα να στραφεί με ιδιαίτερη δυσανοχή ενάντια στους άλλους με τη μορφή επίμονης ηθικολογικής επίβλεψης έτσι που μάλλον η απαγόρευση παρά η καθοδήγηση της πρωτοβουλίας γίνεται η κυρίαρχη προσπάθεια. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και η πρωτοβουλία του ηθικού ανθρώπου είναι ικανή να διασπάσει τα όρια του αυτοπεριορισμού, επιτρέποντάς του να κάνει στους άλλους, στη δική του ή σε άλλες χώρες ό,τι ο ίδιος δεν θα έκανε ούτε και θα ανεχόταν να γίνει στην πατρίδα του.

Έχοντας υπόψη τις επικίνδυνες δυνατότητες της μακρόχρονης παιδικής ηλικίας του ανθρώπου, είναι καλό να ερευνήσουμε τα προσχέδια των σταδίων της ζωής και τις δυνατότητες καθοδήγησης των νεαρών της φυλής ενόσω είναι νεαροί. Και παρατηρούμε λοιπόν ότι σύμφωνα με τη λογική του βασικού σχεδίου το παιδί δεν είναι ποτέ άλλο περισσότερο έτοιμο να μάθει τόσο γρήγορα και τόσο πρόθυμα, να μεγαλώσει με την έννοια να συμμερίζεται τις υποχρεώσεις και την εκπλήρωσή τους, από ό,τι αυτή την περίοδο της ανάπτυξής του. Είναι πρόθυμο και ικανό να κάνει πράγματα σε συνεργασία, να συνδυάζεται με άλλα παιδιά με σκοπό την κατασκευή και τον προγραμματικό σχεδιασμό και έχει τη διάθεση να ωφεληθεί από τους δασκάλους και να μιμηθεί ιδεατά πρότυπα. Παραμένει βέβαια ταυτισμένο με τον γονέα του ίδιου φύλλου αλλά προς το παρόν αναζητεί ευκαιρίες όπου η ταύτιση εργασίας φαίνεται να υπόσχεται ένα παιδί πρωτοβουλίας χωρίς έντονη νηπιακή ψυχοσύγκρουση ή οιδιπόδειο ενοχή και μια ρεαλιστικότερη ταύτιση βασισμένη σε πνεύμα ισότητας που βιώνεται όταν κανείς ενεργεί μαζί με άλλους. Οπωσδήποτε, το «οιδιπόδειο» στάδιο καταλήγει όχι μόνο στην καταπιεστική θεμελίωση μιας ηθικής αίσθησης που περιορίζει τον ορίζοντα του επιτρεπτού· αλλά και στην κατεύθυνση προς το δυνατό και το απτό που επιτρέπει στα όνειρα της πρώιμης παιδικής ηλικίας να συνδεθούν με τους σκοπούς της ενεργητικής ενήλικης ζωής. Οι κοινωνικοί θεσμοί λοιπόν προσφέρουν στα παιδιά αυτής της ηλικίας ένα οικονομικό ήθος, με τη μορφή ιδανικών ενηλίκων που αναγνωρίζονται από τις στολές και τα καθήκοντά τους και που είναι αρκετά συναρπαστικοί ώστε να αντικαταστήσουν τους ήρωες των εικονογραφημένων περιοδικών και των παραμυθιών.


Η εργατικότητα ενάντια στην κατωτερότητα

Έτσι το εσωτερικό φαίνεται να είναι έτοιμο για την είσοδο στη ζωή μόνο που η ζωή πρέπει πρώτα να είναι η σχολική ζωή, άσχετο αν το σχολείο είναι το χωράφι, η ζούγκλα ή η τάξη. Το παιδί πρέπει να ξεχάσει τις ελπίδες και τις επιθυμίες του παρελθόντος, ενώ η πληθωρική φαντασία του εξημερώνεται και περιορίζεται στους κανόνες των απροσώπων πραγμάτων  - ακόμα και της γραφής, της ανάγνωσης και της αριθμητικής. Γιατί πριν το παιδί, που από ψυχολογική άποψη είναι ήδη υποτυπώδης γονέας, μπορέσει να γίνει κι από βιολογική άποψη, πρέπει να αρχίζει να εργάζεται και να είναι δυνητικός τροφοδότης. Με την επερχόμενη λανθάνουσα περίοδο, το παιδί που έχει προοδεύσει ομαλά ξεχνάει ή μάλλον εξιδανικεύει την ανάγκη να «διαμορφώσει» ανθρώπους με άμεση επίθεση ή να γίνει στα γρήγορα μπαμπάς και μαμά: μαθαίνει τώρα να κατακτά την αναγνώριση με την παραγωγή πραγμάτων. Έχει κυριαρχήσει στο κινησιακό πεδίο και στα όργανα – τρόπους. Έχει αποκτήσει μια αίσθηση τετελεσμένου όσον αφορά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα χειροπιαστό μέλλον μέσα στη μήτρα της οικογένειας και ετοιμάζεται να ασχοληθεί με δεδομένες εργασίες και καθήκοντα που ξεπερνούν κατά πολύ την απλή έκφραση με το παιχνίδι των οργάνων – τρόπων του ή την ευχαρίστηση που νοιώθει για την λειτουργία των άκρων του. Αναπτύσσει μια αίσθηση εργατικότητας – δηλαδή προσαρμόζεται στους ανόργανους νόμους του κόσμου των εργαλείων. Μπορεί να γίνει πρόθυμη και αφοσιωμένη μονάδα σε μια παραγωγική κατάσταση. Η ολοκλήρωση μιας παραγωγικής κατάστασης αποτελεί στόχο που βαθμιαία ξεπερνάει τις ιδιοτροπίες και τις επιθυμίες του παιχνιδιού. Μέσα στα πλαίσια του εγώ του περιλαμβάνονται τα εργαλεία του και κάθε επιδεξιότητα του: η βασική αρχή της εργασίας του διδάσκει την ευχαρίστηση της αποπεράτωσης της εργασίας με την σταθερή προσοχή και επιμελή φροντίδα. Σε όλους τους πολιτισμούς, σ’ αυτό το στάδιο, τα παιδιά δέχονται κάποια συστηματική διδασκαλία, αν και όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τους Ινδιάνους δεν γίνεται πάντοτε στο είδος εκείνο του σχολείου που πρέπει να οργανώσουν οι εγγράματοι άνθρωποι με βάση ειδικούς δασκάλους που έχουν μάθει πώς να διδάσκουν.

Στους προ – εγγράματους ανθρώπους και στις επιδιώξεις που δεν έχουν καμμιά σχέση με τα γράμματα διδάσκονται πάρα πολλά πράγματα από ενήλικους που γίνονται δάσκαλοι μόνο από ταλέντο και διάθεση παρά από διορισμό, και ίσως τα περισσότερα πράγματα να τα διδάσκονται από μεγαλύτερα παιδιά. Αναπτύσσονται έτσι οι βασικές αρχές της τεχνολογίας καθώς το παιδί ετοιμάζεται να χειριστεί τα σκεύη, τα εργαλεία και τα όπλα που χρησιμοποιούνται από τους μεγάλους. Οι εγγράματοι, με πιο ειδικευμένες σταδιοδρομίες, πρέπει να προετοιμάσουν το παιδί διδάσκοντάς του πράγματα που πρώτα από όλα το κάνουν εγγράματο, δηλαδή του παρέχουν την ευρύτερη δυνατή βασική εκπαίδευση για όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανές σταδιοδρομίες. Αλλά όσο πολυπλοκότερη γίνεται η εξειδίκευση, τόσο πιο ακαθόριστοι γίνονται οι τελικοί στόχοι της πρωτοβουλίας· και όσο πολυπλοκότερη γίνεται η κοινωνική πραγματικότητα, τόσο ασαφέστερος γίνεται ο ρόλος του πατέρα και της μητέρας μέσα σ’ αυτήν. Το σχολείο φαίνεται πως είναι ένας ξεχωριστός πολιτισμός με τους δικούς του σκοπούς και όρια, με τα δικά του επιτεύγματα και τις απογοητεύσεις.

Ο κίνδυνος για το παιδί σ’ αυτό το στάδιο, βρίσκεται στην αίσθηση ανεπάρκειας και κατωτερότητας. Αν απελπιστεί από τα εργαλεία και τις ικανότητές του, ή από την κοινωνική του θέση ανάμεσα στους συντρόφους στα εργαλεία, ενδέχεται να αποθαρρυνθεί από την ταύτιση μαζί τους και με ένα τομέα του κόσμου των εργαλείων. Η απώλεια της ελπίδας για μια τέτοια «σχέση εργασίας» μπορεί να το παρασύρει πίσω σε μια πιο απομονωμένη και λιγώτερο συνειδητή – όσον αφορά τα εργαλεία – οικογενειακή αντιζηλία της οιδιπόδειας περιόδου. Το παιδί χάνει κάθε ελπίδα για τον εξοπλισμό του στον κόσμο των εργαλείων και στην ανατομία και θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο στην μετριότητα ή την ανεπάρκεια. Σε αυτό ακριβώς το σημείο γίνεται σημαντική η ευρύτερη κοινωνία λόγω των μεθόδων που διαθέτει για να ωθήσει το παιδί σε κάποια κατανόηση των σημαντικών ρόλων στην τεχνολογία και την οικονομία της. Η ανάπτυξη πολλών παιδιών διαταράσσεται όταν η οικογενειακή ζωή δεν έχει κατορθώσει να τα προετοιμάσει για τη σχολική ζωή, ή όταν η σχολική ζωή δεν κατορθώνει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις των προηγούμενων σταδίων.  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου